- νίφα
- νίφα, τήν (Α)(ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- τού ρ. νείφει «χιονίζει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίφα — snow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφός — νίφα snow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφας — νίφα snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίψ — νίφα snow fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
снег — род. п. а, укр. снiг, др. русск., ст. слав. снѣгъ χιών, χειμών (Супр.), болг. сняг (Младенов 597), сербохорв. сни̏jег, местн. ед. сниjѐгу, словен. snẹ̑g, род. п. snẹgȃ, чеш. snih, слвц. sneh, польск. snieg, в. луж. sněh, н. луж. sněg, полаб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγάννιφος — ἀγάννιφος, ον (Α) χιονοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + νίφα (= χιόνι)] … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
νιφαργής — νιφαργής, ές και νίφαργος, ον (Α) λευκός σαν το χιόνι, λαμπερός από την λευκότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + ἀργής «λαμπρός» (πρβλ. εν αργής)] … Dictionary of Greek
νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek